ὁσαπλάσιος

ὁσαπλάσιος
ὁσᾰ-πλάσιος [pron. full] [πλᾰ], ον, = sq., Archim.Sph.Cyl.1.2, Iamb. in Nic. p.97 P.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσαπλάσιος — ὁσαπλάσιος, ον (Α) οσαπλασίων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + πλάσιος*] …   Dictionary of Greek

  • ὁσαπλάσιος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσαπλάσιον — ὁσαπλάσιος masc/fem acc sg ὁσαπλάσιος neut nom/voc/acc sg ὁσαπλασίων as many times as masc/fem voc sg ὁσαπλασίων as many times as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσαπλασίων — ὁσαπλάσιος masc/fem/neut gen pl ὁσαπλασίων as many times as masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁσαπλάσιοι — ὁσαπλάσιος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”